- ανάπαιστος
- ο лит. анапест
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνάπαιστος — hammered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπαιστος — Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής: άρση θέση ’ Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται… … Dictionary of Greek
ανάπαιστος — ο μετρικό πόδι που το απαρτίζουν δύο άτονες συλλαβές και μια τονισμένη (στην αρχαιότητα δύο βραχείες συλλαβές και μια μακρά): Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνάπαιστον — ἀνάπαιστος hammered masc/fem acc sg ἀνάπαιστος hammered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαίστοις — ἀνάπαιστος hammered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαίστου — ἀνάπαιστος hammered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαίστους — ἀνάπαιστος hammered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαίστων — ἀνάπαιστος hammered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαίστῳ — ἀνάπαιστος hammered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπαιστα — ἀνάπαιστος hammered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπαιστοι — ἀνάπαιστος hammered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)